- ἐκφαντικόν
- ἐκφαντικόςin Alc.Praef.masc acc sgἐκφαντικόςin Alc.Praef.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφαντικός — ή, ό (AM ἐκφαντικός, ή, όν) Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός «δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.) δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών… … Dictionary of Greek